- κατεφλυάρησαν
- κατεφλυά̱ρησαν , κατά-φλυαρέωtalk nonsenseaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφλυαρώ — καταφλυαρῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού φλυαρώ) φορτώνω ή γεμίζω κάποιον με φλυαρίες («Ἑλλάνικός τε καὶ Ἡρόδοτος καὶ Εὔδοξος κατεφλυάρησαν ἡμῶν», Στράβ.) αρχ. φλυαρώ, λέω πολλά για κάποιον … Dictionary of Greek